βασιλις

βασιλις
    βασιλίς
    βᾰσῐλίς
    I
    -ίδος adj. f царская, царственная Eur.
    II
    -ίδος ἥ
    1) царица или царевна Soph., Eur., Plat., Plut.
    2) (sc. οἰκία) царский дворец Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βασιλις" в других словарях:

  • βασιλίς — queen fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάσιλις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίς — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδρυσε ο βασιλιάς της Αρκαδίας Κύψελος. Στη Β. είχαν καθιερωθεί καλλιστεία γυναικών. * * * βασιλίς ( ίδος), η (AM) [βασιλεύς] βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» η κορυφαία πόλη, η… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλίς — Βασιλί̱ς , Βασιλίς queen fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Βασιλίς queen fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίς βασιλίδων πόλεος. — См. Царьград …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βασιλεῖ — Βασιλίς queen fem nom/voc/acc dual (attic epic) Βασιλίς queen fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλεῖς — Βασιλίς queen fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλῆ — Βασιλίς queen fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλῆα — Βασιλίς queen fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλῆας — Βασιλίς queen fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλῆες — Βασιλίς queen fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»